Φερεκράτης — masc acc pl (attic epic doric) Φερεκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φερεκράτης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκράτει — Φερεκράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φερεκράτεϊ , Φερεκράτης masc dat sg (epic ionic) Φερεκράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκράτη — Φερεκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φερεκράτης masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκράτην — Φερεκράτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκράτους — Φερεκράτης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ФЕРЕКРАТ — • Pherecrătes, Φερεκράτης, поэт древней аттической комедии, первоначально актер, жил раньше Аристофана и позже Кратета и Кратина; это был остроумный и отличавшийся изяществом стиля поэт, главная сила которого заключалась в изобретении … Реальный словарь классических древностей
ферекратов стих — ФЕРЕКРА´ТОВ СТИХ название одной из форм античного стиха ⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣̅⌣⌣⌣̅⌣̅⌣ (сочетание спондея, дактиля и хорея) по имени древнегреческого поэта Ферекрата (Φερεκράτης) … Поэтический словарь
στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] … Dictionary of Greek
φερεκράτειος — α, ο / φερεκράτειος, ον, ΝΑ [Φερεκράτης] το ουδ. ως ουσ. το φερεκράτειο(ν) είδος στίχου τής αρχαίας χορικής ποίησης, που αποτελείται από τρεις πόδες, έναν δάκτυλο και δύο τροχαίους και ο οποίος διακρίνεται σε καταληκτικό και ακατάληκτο, είδος που … Dictionary of Greek
Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… … Dictionary of Greek